ἡ ἁλμυρή βροχή, ἐκδόσεις ΚΥΜΑ (ἀπόσπασμα)

favelados

 Κι ὅταν τό μαχαίρι ἔφτασε στό κόκκαλο

οἱ φαβελάντος ἔκαναν κομπόδεμα τίς μέρες πού τούς εἶχαν ἀπομείνει

νδύθηκαν τό δέρας τῆς ἀπελπισίας ζώστηκαν τόν ἄγριο τόν ἦχο

τῆς ξεκούρδιστης κιθάρας τους

καί κατηφόρησαν μέ σαματ μεγάλο ἀποφασισμένοι νά μή κάνουν βμα πίσω ἐμπρός στοῦ ησοῦ τό βλέμμα

τούτη τή φορά

 

 ἀποφασισμένοι γιά όλα σᾶς λέω

 

 

 σπάλακες

 Ἐτούτη ἡ πληγή ὅσο καί νά τή γλύφεις δέν μερεύει

καί ὅσα ἄχ καί νά βογκήξεις δέν θά τήνε γλυκάνεις

 

 Θέλει ν΄ δράξεις σίδερο σφυρήλατο νά τό πυρώσεις σέ φωτιά τρανή

νά τό ἀπιθώσεις πάνω της

 

 Καί μέ τό ἴδιο σίδερο

ὅσους σέ καταδίκασαν ἐρήμην σου

νά πάρεις στό κατόπι

κι ἀπ΄τή φωλιά τοῦ σπάλακα στή μέρα νά τούς βγάλεις

νά ξεραθον στόν ἥλιο τόν καυτό ὡσάν τοῦ τράγου τό τομάρι κρεμασμένο

 

 

 διαδήλωση

 οἱ λεηλατημένοι ἀνάψαν τίς φωτιές

ὅλα τά τετράγωνα να γύρω οἱ φύλακες ηὗραν θαλπωρή

καί τά φυλακισμένα δέντρα ἁπλώσανε στούς δρόμους γεφύρια τά κλαριά τους

γιά νά διαβον καί οἱ σχατοι

 

 πού μέλλει νά ΄βρουν τή χρονοκάψουλα ἀπό  τήν ἐποχή τῶν συναισθημάτων

 

 

  προετοιμασία

 Ἐγώ χω νά πεταχτ σαμε τό κοιμητήρι εἶπε

Νά φυτιλιάσω τούς ποθαμένους

Ἐσύ τό νοῦ σου

μή καί διαβετό δάκρυ στήν ξέρα τῆς

ἀπόγνωσης

καί μᾶς μουσκέψει τό μπαρούτι

 

 Ἄν ὁλονν εναι σάν τή δική μας

ἡ ὀργή

αὔριο θά μποροῦμε νά μιλᾶμε

δίχως βεβαίωση κυκλοφορίας φωνηέντων πάνω ἀπ’ τίς ἀπέραντες φωτιές

πού θά τούς καῖνε

 

 Θά ‘χουν νά μολογνε τά παιδιά

 

          λίγες οἱ μέρες τους

 δέν ἔχει ἄλλα δάκρυα νά ξεδιψᾶμε ὁ δρόμος πού τοίμασαν γιά μᾶς δέν ἔχει ἄλλον πόνο

νά ξεγελάσουμε τήν πεῖνα μας

σαμε χθές ἤτανε ὅλα πιό καινούργια κι ατό τό παγωμένο ἄγνωστο μπροστά μας

δέν εἶντό αὔριο

 

 Γι’ ατό κι ἐμεῖς

θά δρέψουμε τόν φόβο πού χουν σπείρει

Δεμάτια θά τόν κάνουμε

καί θά τόν στήσουμε ὁδοφράγματα στά ἀτέλειωτα λεφούσια τῶν σερίφηδων πού θά χουν ξαποστείλει ἐνάντιά μας

οἱ ἄριστοι τν τρομοποιῶν

 

 Φυλλορροον τῶν θλιων οἱ μέρες

 

 

                                                                                                       ὁμαδόν
 

 Νά μή πισωγυρίσουμε

Λόγο νά μήν τούς  δώσουμε νά τρίβουνε τά χέρια τους μά νά ‘χουν νά ἀνησυχοῦν

 

 Ἐμεῖς                 ἀκοστε ὅλοι μαζί  ἐμεῖς

ν νοίξουμε τούς δρόμους πού μᾶς ἔκλεισαν

νά τά κοιτάξουμε στά μάτια τά παιδιά καί τήν ἐλπίδα νά τήν κάνουμε ἡλιότερη πού στέκει χρόνια τώρα

ἀποσταμένος πάφλας στό παράθυρο

 

 

παλίνδρομο

 Ἅμα διαβάσεις τόν ναστεναγμό

π τό τέλος του

θά βρεῖς τήν ἀρχή τῆς κακοφόρμισης τή στομωμένη ἀρτηρία τῆς ἐλπίδας

 

 Ἀπίθωσε ἐκετό ποίημα ἄναψε τό φυτίλι

καί μή σκεφτεῖς

νά τρέξεις νά κρυφτεῖς

Γένου τό πυροτέχνημα ἐσύ ἀγκάλιασε τήν ἔκρηξη

 

 

             παπα-Θανάσης

 Νά πηγαίνω τώρα εἶπε ὁ Σωτήρης ὁ Χατζῆς

ὅταν ρχισε νά κοπάζει ὁ λιος

καί πολύ πρίν ἀκόμα νδυθεῖ τό ράσο

 

 Ἔχω νά συμμαζέψω καί τ’ ἄλλα τά πουλιά καί νά τούς στρώσω τό κρεβάτι

ψηλά ψηλά στά ὄνειρα εἶπε

θήρα

 Τώρα πού δίχως σπίτι πιά

κι ἀπό τοπία οἱ τσέπες ἄδειες ξυπνάει μέσα μου

ἐκεῖνο τό ξυπόλητο παιδί πού ραματίζεται νά ποδεθ

καθώς πασχίζω νά ξεπλύνω κόκκους ἄμμου σέ μιά παρθένα ἔρημο ἀπό χαρτί

γιά νά φανεῖ τό ψῆγμα τῆς ἡλιόπετρας

 

 

 
                                                                                                  εἰςναζήτησιν στέγης

 

 Θά λείπει αὔριο ὁ Κωστῆς

Ἡ Ρεβέκκα ἐνδέχεται νά κυνηγᾶ χρυσόμυγα στά πέριξ τοῦ Βύρωνα Ἀγαπημένα πρόσωπα

μέσα στά ανήλιαγα κελιά τοῦ νοῦ μου καρτερᾶνε νά κροτήσει δίευρο στό τσιμέντο γιά νά ‘βγουν στήν αυλή

νά πον μιά καλημέρα καί σέ μένα Ὁ ἀδερφός ἄρτι ἀφιχθείς περιμένει τόν καφέ του

Οἱ παλιόφιλοι      σακάτες           μπατίρηδες ἤ βολεμένοι

Ἡ Κασταλίας μοιράζεται σέ ἀνηφόρα καί κατήφορο

Καί ποῦ ὁδεύω τώρα ἐγώ      πεντάρφανος μαχαίρια κυνηγώντας

πού πιά δέν σφάζονται ὅπως σέ ἄλλο ποίημα μά σφάζουν...

 

 Κάνε θεέ μιάν ἀστραπή μεγάλη ση τό ζωνάρι σου νά μέ τυλίξει

 

βελόνα

 Ἔχουν βασανιστεῖ πολύ οἱ φλέβες σου 

λεγε ἡ νοσηλεύτρια μέ τά κόκκινα μαλλιά Ατή πού μέ ποδεχόταν πάντα μ’ ἕνα καλῶστον τόν Σουλιώτη

καί μόλις ντικρύζουν τή βελόνα

τρέχουν νά χαθον

Καί ἀφοῦ χαμένες

πῶς αἱματώνουν τόν τιμο τόν ὄγκο τοῦ καρκίνου ἀναρωτήθηκα

περισσότερο ἐλπίζοντας παρά ἀπορώντας

 

 

 ἀναμέτρηση

 Τώρα πού ναμετριέσαι μέ τίς ἀναμονές

σέ τοίχους μνήμονες θαλάμων χειρουργείων ἐπιθυμιν καί ἐπιδιώξεων Ἡμερῶν τοῦ  αὔριο

καί ἀντρειωμένων μανιφέστων

Τώρα

Μέσα στή φυλακή τν ναμνήσεων καί στούς θαλάμους τομογράφων Μήν λησμονήσεις

νά βάλεις τήν ἀσημένια σφαῖρα στή θαλάμη

νά ὁπλίσεις κι σκεφτα νά ρίξεις ὁλόισα  στό μάτι τῆς ἀδιαφορίας σωριάζοντάς τον

τόν Πολύφημο τοῦ φόβου

  

παράπονο

Ἀκόμα νά σκουπίσει τά γαλανόλευκα τά δάκρυά της

ἡ Ἑλένη

Κι κεῖνος ὁ κοντομάνικος σουγιάς ἀκόμα στήν καρδιά μου

Κοντά σαράντα χρόνια τώρα πού σκυμμένοι στό τραπέζι πάνω ἀπό χαρτιά

κι οἱ δυό μας παλεύουμε νά βάλουμε σέ τάξη τά τρίμματα τῆς σκέψης μας

γράφοντας καί ξαναγράφοντας βιβλία πάντα μέ τό ἴδιο τό παράπονο

 

 

νεκρά φύσις

 Σέ ἄλλο ποίημα ἔκανε τά ποιήματα θηλιά

καί τή λαιμόδεσε στόν ἀφαλό τοῦ φρέατος

Σέ τοτο ἐδῶ δέν ἔχει τή θηλιά

γιατί δέν ἔχει οτε φρέαρ λος ὁ τόπος νέκρα κι ἐρημιά ὅσο πού ἁπλώνεται τό μάτι Μόνο  κάτι φαρμακερά ἀγκάθια

τρυπᾶνε τό ἀνυποψίαστο βλέμμα

 

 

Ντουρούτι

 Τόν εἶδαν στερα ἀπό χρόνια ἀγώριστο πιά           νά πίνει τον καφέ του στό ἀναψυκτήριο τοῦ  πανεπιστημιακοῦ στό Ντουρούτι ωαννίνων

μ’ ἕνα  κουτί γλυκά στό χέρι

σως γιά τήν κοκκινομάλα νοσοκόμα καί δίχως ἐκεῖνα τά βραχιόλια

μέ τίς πεταλοδες και τά καλώδια

 

 Οτε βακτηρία εἶδαν

πως περίμεναν

 

 Φαίνεται πώς τήν κρατοσε ἡ ψυχή του

 

 
                                                                                                            τά πετεινά

 

 Ἔρχονται τίς νύχτες αἱμοβόρα πετεινά ἀπό τά μαῦρα  δάση μέ τά ξερακιανά τά δέντρα

καί τσιμπολογνε ἀπό τά ὄνειρά μας τόν πετροκέρασο  καρπό τους

 

 Τί κι ἄν τά χουγιάζουμε μακριά

λο σιμώνουν

Γίνονται πιό ἀπειλητικά καί λαίμαργα Ἄ    μήν τά φοβόσαστε τά μάτια σας Ξέρουν            ἄν μας ἀφήσουνε τυφλούς θά μείνουν νηστικά

 

 Δίχως τά ὄνειρα       τέλος οἱ πτήσεις τους

Μαζί καί οἱ δικές μας

 

  τά πλατάνια

 Εναι ἡ νύχτα αἱμάσσουσα πληγή

 στίς ὄχθες της βελάζουν τά πλατάνια ἐρωτευμένα

Στιγμή δέν σκέφτηκαν πώς οἱ φωνές τους μαυλίζουνε τόν λύκο/

τήν πριονοκορδέλα

 

                                                                                                        ἡδεια

 

 Ἕνας ἴλαρχος κι ἕνα φίδι στήν κορυφή τῆς ἄδειάς μου

μοῦ γραφε στήν ἐπιστολή του

ὁ στρατοχωροφύλαξ Γεώργιος Δάγλας

π τό νησί τῆς Κ

που εἶχε δυσμενῶς μετατεθῆ/

λίγο πρίν ἐξοικονομήσει μιά συγυρισμένη τιμπισί

πού θά το ἔδινε ατή τήν ἄδεια μιά καί καλή

ἀφήνοντας μονίμως στήν τσέπη του τό φίδι

 

λμυρή βροχή

 Ἔτρεχαν ὅλοι στά κατάλευκα χωράφια σάν τρελοί

μέ φτυάρια καί τσουβάλια γιά νά συλλέξουν τό ἁλάτι πού εἶχε βρέξει ἀποβραδίς

Κουράστηκε ἡ θάλασσα νά τό κρατάει στή χούφτα της

καί τό ‘στειλε ἀψηλά στό σύννεφο ἀπεφάνθη γέρων τίς

κτός κι ἄν κλαῖνε οἱ γγελοι μέ τό χαλάζι

Ἀλλά πάλι

τί πόνο ἔχουν οἱ ἄγγελοι νά κλάψουν

 

 Κάνα δυό γριοῦλες σταυροκοπιονταν ἀκατάπαυστα